- τυφομανία
- τυφομανίᾱ , τυφομανίαdeliriumfem nom/voc/acc dualτυφομανίᾱ , τυφομανίαdeliriumfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυφομανία — η, ΝΜΑ, και τυφωμανία Α νεοελλ. ιατρ. παραλήρημα κατά τον τυφοειδή πυρετό και τον εξανθηματικό τύφο μσν. αρχ. υπερβολική αλαζονεία, μανιώδης υπερηφάνεια αρχ. (κατά τον Γαλ.) «μικτόν τι ἐκ φρενίτιδος καὶ ληθάργου πάθημα». [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος +… … Dictionary of Greek
τυφομανίας — τυφομανίᾱς , τυφομανία delirium fem acc pl τυφομανίᾱς , τυφομανία delirium fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφομανής — ές, Μ 1. αυτός που μαίνεται από τύφο, δηλαδή από υπερβολική αλαζονεία 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τυφομανές η τυφομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῦφος + μανής (< μαίνομαι*)] … Dictionary of Greek
τυφωμανία — ἡ, Α βλ. τυφομανία … Dictionary of Greek